-
1 ἀνθρακιά
A burning charcoal, hot embers,ἀνθρακιὴν στορέσαι Il.9.213
;ὑποθεῖναι Hp.Nat.Mul.61
; ἀνθρακιᾶς ἄπο a broil hot from the embers, E.Cyc. 358, cf. AP6.105 (Apollonid.);ἐπ' ἀνθρακιᾶς ὀπτῆσαι Cratin. 143
; σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει warms himself at your fire, Ar.Eq. 780: metaph. of lovers, τιθέναι τινὰ ὑπὸ ἀνθρακιῆ orἀνθρακιήν AP12.17
,166 (Asclep.); Κύπριδος ἀ. ib.5.210 (Posidipp.).2 black sooty ashes, ib.11.66 (Antiphil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακιά
См. также в других словарях:
χναύω — Α 1. τρώω με μικρές μπουκιές, τσιμπολογώ («ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾱς ἄπο χναύειν», Ευρ.) 2. μέσ. χναύομαι (κατά τον Ησύχ.) «χναύεται περικνίζεται, λαμβάνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., το … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
πανιάρα — και παννιάρα, η [παν(ν)ί] το φουρνόξυλο με το οποίο καθαρίζουν το εσωτερικό τού φούρνου από τα υπολείμματα τής ανθρακιάς, προκειμένου να βάλουν στον φούρνο νέα ψωμιά για ψήσιμο … Dictionary of Greek